- ταπεινότητας
- ταπεινότηςlownessfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελάχιστος — η, ο (AM ἐλάχιστος, η, ον) 1. πάρα πολύ λίγος ή πάρα πολύ μικρός 2. (για ανθρώπους) ο τελευταίος απ όλους, ο πιο ασήμαντος 3. (σε ευχές και προσευχές τής χριστιανικής εκκλησίας, ως ομολογία ταπεινότητας ενώπιον τού θεού) ο πιο ασήμαντος, ο πιο… … Dictionary of Greek
εσχατιά — η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [έσχατος] το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν τού χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.) αρχ. 1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς»,… … Dictionary of Greek
Μαρκ, Φραντς — (Franz Marc, 1880 – 1916). Γερμανός ζωγράφος. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στο Μόναχο. Ο πατέρας του ήταν αγιογράφος και ο ίδιος επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τη γαλλική ζωγραφική, από τον μετα ιμπρεσιονισμό καθώς και από τον ορφικό κυβισμό του… … Dictionary of Greek
Φέι, Πάολο ντι Τζιοβάνι — (Fèi, Σιένα 1372 – 1410). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής του Αντρέα Βάνι και του Μπάρτολο ντι Φρέι από τους οποίους επηρεάστηκε υιοθετώντας τον γοτθικό ρυθμό, όπως φαίνεται καθαρά στον πίνακά του Η γέννηση της Θεοτόκου (Πινακοθήκη της Σιένα).… … Dictionary of Greek